- ηβικό οστό
- Ένα από τα τρία οστά που ενώνονται μεταξύ τους με χόνδρο και γύρω στο εικοστό έτος της ηλικίας συνοστεώνονται, απαρτίζοντας έτσι το ανώνυμο οστό της λεκάνης. Τα δύο άλλα οστά ονομάζονται λαγόνιο και ισχιακό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαγόνιο οστό — Πεπλατυσμένο οστό στην πύελο, στο οποίο αναγνωρίζονται πτέρυγα και το σώμα. Το λ. μαζί με το ισχιακό και το ηβικό οστό ενώνονται αρχικά με συγχόνδρωση και αργότερα με συνοστέωση και σχηματίζουν το ανώνυμο οστό της λεκάνης που φέρει την κοτύλη,… … Dictionary of Greek
κτενίτης — ο φρ. ανατ. «κτενίτης μυς» μυς τής άνω έσω επιφάνειας τού μηρού που εκφύεται από το ηβικό οστό και καταφύεται στο άνω τμήμα τού μηριαίου οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτεις, κτενός Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pectineus < λατ.… … Dictionary of Greek